συνδιαστρέφειν

συνδιαστρέφειν
συνδιαστρέφω
distort together
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνδιαστρέφω — ΜΑ (με ηθική σημ.) διαφθείρω από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον («συνδιαστρέφειν ψυχήν», Πλούτ.) αρχ. διαστρέφω, παραμορφώνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συνδιαστρέφεται τῷ ποδὶ τὸ ὑπόδημα», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”